- κασίγνητος
- κασί-γνητος (κάσις, γίγνομαι): brother; of a cousin, Il. 15.545, Il. 16.456.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… … Dictionary of Greek
κασίγνητος — brother masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτω — κασίγνητος brother masc nom/voc/acc dual κασίγνητος brother masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοιο — κασίγνητος brother masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοις — κασίγνητος brother masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοισι — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοισιν — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτου — κασίγνητος brother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτους — κασίγνητος brother masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτων — κασίγνητος brother masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτῳ — κασίγνητος brother masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)